ρουφιανεύω

ρουφιανεύω
Ν
1. ενεργώ ως ρουφιάνος, ως μεσολαβητής ή προαγωγός σε ερωτικές υποθέσεις
2. κάνω ρουφιανιές, διαβάλλω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφιάνος (πρβλ. ιταλ. ruffianare)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”